- διδασκομένῃ
- διδάσκωinstructpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδασκομένη — διδάσκω instruct pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Χάρβαρντ — (Harvard). Αμερικανικό πανεπιστήμιο με κύρια έδρα στο Καίμπριτζ (Μασαχουσέτη). Ιδρύθηκε το 1636 και είναι το αρχαιότερο και από τα μεγαλύτερα των ΗΠΑ· το 1639, πήρε την ονομασία X. προς τιμήν του Άγγλου φιλάνθρωπου Τζον Χάρβαρντ (Λονδίνο 1607… … Dictionary of Greek
αντίδραση — η 1. ενέργεια αντίθετη σε άλλη, αντίσταση: Ο οργανισμός του δεν παρουσιάζει αντίδραση στην αρρώστια. 2. προσπάθεια που στρέφεται εναντίον κάποιου μέτρου: Σημειώθηκε αντίδραση των εμπόρων στα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης. 3. αντίπραξη στις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)